25

Η απαξιωμένη από τη διεθνή ιατρική κοινότητα ψευδοθεωρία του Συνδρόμου Γονεϊκής Αποξένωσης ή Διαταραχή Γονικής Αποξένωσης ή όπως αλλιώς το ονομάζει κανείς, σχεδιάστηκε για να προσφέρει νομική προστασία σε κακοποιητικούς άνδρες και θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των παιδιών σε αντιδικίες για την επιμέλεια. Εισήχθη στη ελληνική νομοθεσία με τον ν.4800/2021 (τον επονομαζόμενο Νόμο Τσιάρα) και με τον όρο «διάρρηξη σχέσεων γονέων και τέκνου». Τα αποτελέσματα μέχρι σήμερα είναι καταστροφικά με σημαντική αύξηση της βίας κατά γυναικών και παιδιών.

Γράφει ο Grant Wyeth

Αλιεύει & μεταφράζει η Στέλλα Σάμου

Πώς τα οικογενειακά δικαστήρια αιχμαλωτίστηκαν από μια απαξιωμένη θεωρεία που αποσκοπούσε στην προστασία των βίαιων ανδρών, θέτοντας συστηματικά σε κίνδυνο τη ζωή των παιδιών.

Το 2022 το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα απηύθυνε παγκόσμια έκκληση για συνεισφορά σε υποθέσεις επιμέλειας παιδιών και βίας κατά γυναικών και παιδιών. Ο συγκεκριμένος σκοπός της έρευνας είναι να κατανοηθεί πώς η ήδη απαξιωμένη έννοια της “γονικής αποξένωσης” από επιστημονικούς φορείς (1), έχει προωθηθεί στις διαδικασίες επιμέλειας παγκοσμίως και πώς υπονομεύει την ευημερία και την ασφάλεια των παιδιών. Σε όσους δεν γνωρίζουν αυτή την έννοια ή τη συμπεριφορά των οικογενειακών δικαστηρίων αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω μπορεί να φαίνονται παράλογα, αλλά μέσω αυτού του παραλογισμού το οικογενειακό δικαστήριο είναι σε θέση να αποφύγει τον ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο – οι άνθρωποι που δεν χρειάστηκε να απευθυνθούν στη δικαιοσύνη και να έρθουν σε επαφή με το σύστημα και να παγιδευτούν στα γρανάζια του, απλώς δεν θα πίστευαν ότι θα μπορούσε να λειτουργεί με τέτοιο παραλογισμό και βιαιότητα. Είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι ο ΟΗΕ στρέφει τώρα την προσοχή του σε αυτό που έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες ηθικές και δεοντολογικές αποτυχίες των τελευταίων δεκαετιών. Σύσταση ΟΗΕ

Αυτό δεν θα πρέπει να θεωρείται ένα περιθωριακό και εξειδικευμένο ζήτημα. Αντίθετα, είναι σημαντικό τόσο για την πολιτική επιστήμη όσο και για τις διεθνείς σχέσεις για τρεις λόγους: Πρώτον, ο τρόπος με τον οποίο οι κοινωνίες αντιμετωπίζουν τις γυναίκες και τα παιδιά είναι η πραγματική αντανάκλαση της κοινωνικής τους υγείας – και η συμπεριφορά των συστημάτων δικαιοσύνης παρέχει το νομικό πλαίσιο αυτών των αξιών. Δεύτερον, ένας από τους κεντρικούς πυλώνες της σημερινής μας πολιτικής αστάθειας είναι η αδυναμία των ανδρών να αντιμετωπίσουν συναισθηματικά την πρόοδο των γυναικών και η προσπάθειά τους να επιβεβαιώσουν εκ νέου τη “φυσική τους εξουσία” – η επιθυμία να κυριαρχήσουν σε άτομα, ομάδες, έθνη ή εδάφη καθοδηγείται από την ίδια ψυχολογική παρόρμηση.

Και τρίτον, τα οικογενειακά δικαστήρια παρέχουν ένα σκληρό μάθημα σχετικά με το πώς οι θεσμοί μπορούν εύκολα να αιχμαλωτιστούν από κακές ιδέες και πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να τις εξαλείψουν, όταν πολλοί παράγοντες εντός και γύρω από τους θεσμούς επενδύουν επαγγελματικά – και οικονομικά – σε αυτές τις ιδέες.

Όταν παρακολουθείτε διάσημες νομικές διαμάχες με βάση το φύλο, αν βρίσκεστε στις Ηνωμένες Πολιτείες, μπορεί να σκεφτείτε αμέσως το δικαίωμα στην άμβλωση. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Roe vs. Wade, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, δημιούργησε μια μεγάλη και συνεχή πολιτική μάχη κατά της ιδέας της αυτονομίας των γυναικών αναφορικά με το σώμα τους, μια αντίδραση που τελικά κατάφερε να ανατρέψει αυτή την απόφαση – παρόλο που αυτή η νέα απόφαση ελήφθη ενάντια – ή σε πείσμα – του ευρύτερου δημόσιου αισθήματος.

Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο διεξάγεται επίσης ένας άλλος, με καταστροφικές συνέπειες, νομικός αγώνας με βάση το φύλο στο πλαίσιο των οικογενειακών δικαστηρίων. Εδώ η διαμάχη αφορά μια ευρύτερη εξουσία εντός της οικογένειας, βασισμένη σε μια ιδέα που παρότι θα έπρεπε να θεωρείται απαρχαιωμένη, ωστόσο επιμένει να παραμένει ζωντανή : Ότι δηλαδή οι άνδρες έχουν το δικαίωμα να ασκούν βία κατά των μελών της οικογένειάς τους.

Αντί αυτή η προοπτική να μειώνεται, καθώς η παραδοσιακή ανδρική εξουσία εντός της οικογένειας έχει γίνει λιγότερο κοινωνικά αποδεκτή, αντίθετα στα οικογενειακά δικαστήρια η ιδέα αυτή σημειώνει άνοδο. Τις τελευταίες δεκαετίες, οργανώσεις τύπου “fathers’ rights movement” και άλλες ανδρικές ακραίες φαλλοκρατικές ομάδες κατάφεραν με επιτυχία να αλλάξουν την κουλτούρα των οικογενειακών δικαστηρίων, ώστε να καταστήσουν πιο δύσκολο για τις μητέρες να προστατεύουν τα παιδιά τους από βίαιους πατέρες.

Μέσω των αδιάκοπων εκστρατειών συγκάλυψης και καχυποψίας κατά των γυναικών, η καταγγελία παιδικής κακοποίησης γίνεται συχνά καταστροφική για τις μητέρες, οδηγώντας τις συχνά στο να χάσουν οι ίδιες την επιμέλεια των παιδιών.

Αυτή η ανατροπή στο πλαίσιο του οικογενειακού δικαστηρίου ήταν η αντίδραση σε μια άλλη σημαντική κοινωνική εξέλιξη της δεκαετία του 1970, αυτή του διαζυγίου χωρίς υπαιτιότητα. Το διαζύγιο χωρίς υπαιτιότητα προκάλεσε σημαντική αλλαγή στις σχέσεις εξουσίας εντός της οικογένειας. Μεταβίβασε μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής δύναμης στο πρόσωπο που ήθελε περισσότερο να εγκαταλείψει το γάμο. Όταν υπάρχει ενδοοικογενειακή βία, αυτή είναι συνήθως η σύζυγος, η οποία συχνά προσπαθεί να προστατεύσει όχι μόνο τον εαυτό της, αλλά και τα παιδιά της. Το διαζύγιο χωρίς υπαιτιότητα σήμαινε ότι οι γυναίκες δεν χρειαζόταν πλέον να παρουσιάζουν την υπόθεσή τους σε δύσπιστες αρχές που θεωρούσαν την οικογένεια ως πεδίο νόμιμου ανδρικού ελέγχου ή που έθεταν πολύ ψηλά τον πήχη για το τι συνιστά κακοποίηση. Αυτό μείωσε τη δύναμη που είχαν οι κακοποιητικοί άνδρες πάνω στις συζύγους και τα παιδιά τους.

Συνεπώς, οι βίαιοι άνδρες χρειάζονταν ένα νέο νομικό εργαλείο για να μπορούν να επαναβεβαιώσουν την εξουσία τους μέσα στην οικογένεια. Αυτό το βρήκαν μέσω ενός ψυχιάτρου της Νέας Υόρκης, του Richard Gardner. Ο Gardner ήταν ένας άνθρωπος με ασυνήθιστη ενασχόληση με τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Ασυνήθιστη, ως προς το ότι υποστήριζε ότι υπήρχε μια αδικαιολόγητη κοινωνική υστερία σχετικά με το θέμα. Αποτροπιαστική, καθώς πίστευε ότι πολλά παιδιά αποπλανούσαν τους πατεράδες τους και αυτό θεωρούσε ότι αποτελεί “αξία για την επιβίωση του είδους”.

Ο Gardner θεωρούσε εξοργιστικό το γεγονός ότι οι πατεράδες μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ποινές για αυτή τη συμπεριφορά, οπότε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 επινόησε μια νομική τακτική – μεταμφιεσμένη σε ψυχιατρική θεωρία – για να καταστήσει πιο δύσκολο για τις μητέρες και τα παιδιά να γίνουν πιστευτοί οι ισχυρισμοί τους για σεξουαλική κακοποίηση. Το τέχνασμα του Gardner, γνωστό ως “Σύνδρομο Γονικής Αποξένωσης”, υπαγόρευε ότι όταν τα παιδιά βιώνουν κακοποίηση από τους πατεράδες τους, αντί της αυτονόητης παραδοχής ότι τους φοβούνται εξαιτίας της κακοποιητικής συμπεριφοράς τους, υποστηρίζοντας ότι υφίστανται πλύση εγκεφάλου από τις μητέρες τους προκειμένου να μισούν τους πατέρες τους. Η θεραπεία που πρότεινε ήταν η αφαίρεση της επιμέλειας από τις μητέρες.

Η νοσηρή “ιδιοφυΐα” του εργαλείου του Gardner συνίσταται στο γεγονός ότι σύμφωνα με τη θεωρεία του, όσο περισσότερο μια μητέρα ή ένα παιδί επιμένει ότι υπήρξε κακοποίηση, τόσο περισσότερες είναι οι ενδείξεις του «συνδρόμου αποξένωσης». Σχεδίασε μια παγίδα. Μία παγίδα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποσπάσει την προσοχή του δικαστηρίου από τις κακοποιητικές συμπεριφορές και να μετατοπίσει στα μάτια των δικαστών τη φιγούρα του θύματος από τα παιδιά, στους κακοποιητικούς πατέρες. Η ιδέα ήταν να τιμωρηθούν οι μητέρες και τα παιδιά επειδή αμφισβήτησαν την ανδρική εξουσία εντός της οικογένειας καταγγέλλοντας την παιδική κακοποίηση.

Η τακτική αυτή δεν απέδιδε πάντα, όπως αποκαλύφθηκε στην πρόσφατη σειρά ντοκιμαντέρ Allen v. Farrow του HBO, όπου το 1993 ο Woody Allen απέτυχε να χρησιμοποιήσει με επιτυχία το τέχνασμα εναντίον της Mia Farrow. Και παρόλο που η ιδέα δεν θεωρήθηκε αξιόπιστη από τους επίσημους εκπροσώπους των ψυχοθεραπευτικών και ψυχιατρικών επαγγελμάτων, η ιδέα απέκτησε μεγάλο ποσοστό επιτυχίας ώστε να διαβλέψουν μια ευκαιρία διεύρυνσης της αγοράς οι δικηγόροι, οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας, οι τεχνικοί σύμβουλοι, οι πραγματογνώμονες και οι “διαμεσολαβητές για την οικογενειακή επανένωση“, που δραστηριοποιούνται μέσα και γύρω από τα οικογενειακά δικαστήρια. Αυτές οι καιροσκοπικές ομάδες κατανόησαν ότι οι κακοποιητικοί άνδρες θα πλήρωναν αδρά για να αποφύγουν τις συνέπειες της ίδιας τους της συμπεριφοράς και των πράξεων τους, και το εργαλείο του Gardner τους προσέφερε ένα μέσο για την εξυπηρέτηση αυτής της προσοδοφόρας ζήτησης.

Αυτή η “αποκρουστική αγορά” -ο οικονομικός όρος για την εξυπηρέτηση της ζήτησης για κάτι πέρα από τα ήθη ή ανήθικο- που ενέπνευσε ο Gardner στηρίχθηκε όχι μόνο στο να στρέψει το δικαστήριο στις βασικές παραδοχές του Συνδρόμου Γονικής Αποξένωσης, αλλά και στο να επεκτείνει την έννοια ώστε να προστατεύσει τους παιδόφιλους. Απαιτούσε μια ευρύτερη ιδεολογία – να ρίξει ένα ευρύτερο δίχτυ για να αποτελέσει μια επιτυχημένη δύναμη αντιμετώπισης όλων των μορφών ενδοοικογενειακής κακοποίησης.

Αυτό που προέκυψε ήταν μια μη ευρηματική έννοια που ονομάστηκε απλώς “Γονική Αποξένωση” και η οποία προσπάθησε να περιγράψει κάθε ενέργεια που γίνεται από έναν γονέα για να αποκλείσει έναν άλλο. Μπορεί να φαίνεται ως μια λογική έννοια στο πλαίσιο της συχνά επιβαρυμένης φύσης των προσωπικών σχέσεων, αλλά χρησιμοποιήθηκε με τον πιο ύπουλο τρόπο – ένας τρόπος για να συσκοτιστούν οι διαδικασίες επιμέλειας και να μετατοπιστεί η ιδιότητα του θύματος από τα παιδιά και τις γυναίκες, στους βίαιους άνδρες.

Παρόλο που οι υποστηρικτές της γονικής αποξένωσης χρησιμοποιούν γλώσσα ουδέτερη ως προς το φύλο – και ισχυρίζονται ότι και οι γυναίκες μπορούν να “αποξενωθούν” – η επιτυχία της έννοιας ως νομικής τακτικής είναι συγκεκριμένη ως προς το φύλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, ενώ η βιομηχανία της γονικής αποξένωσης μπορεί να προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τον Gardner, η αρχική του πρόθεση να προστατεύσει την ανδρική εξουσία εντός της οικογένειας είναι θαμμένη βαθιά μέσα στο DNA της έννοιας. Πέρυσι, αυτό αναγνωρίστηκε από δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ιταλίας, ο οποίος ανέτρεψε μια απόφαση επιμέλειας που είχε ληφθεί από κατώτερο δικαστήριο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η γονική αποξένωση ζητά από τα δικαστήρια να κρίνουν με βάση συγκεκριμένους ρόλους των φύλων και αρνητικά στερεότυπα, και όχι με βάση την ικανότητα ενός γονέα να παρέχει ένα ασφαλές και ευτυχισμένο περιβάλλον για τα παιδιά.

Ο δικαστής σε αυτή την υπόθεση παρομοίασε τη γονική αποξένωση με μια έννοια που επινοήθηκε στη ναζιστική Γερμανία και ονομαζόταν “tätertyp” ή “είδος δράστη” – μια μορφή κατάρτισης προφίλ που καθόριζε την ενοχή ενός ατόμου με βάση την κοινωνική του ομάδα – ή τον “εγκληματικό τρόπο ύπαρξης” – και όχι με βάση τις αποδεδειγμένες πράξεις του. Η γονική αποξένωση λειτουργεί με παρόμοιο τρόπο για τον προσδιορισμό της ενοχής με βάση το φύλο. Οι γυναίκες είναι ένοχες για “αποξένωση” επειδή οι γυναίκες θεωρούνται από τη φύση τους καχύποπτες και επιδιώκοντας να προστατεύσουν τα παιδιά τους υπονομεύουν μια προκαθορισμένη κοινωνική δομή.

Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε ότι η χρήση της γονικής αποξένωσης ως νομικό εργαλείο βασίζεται σε δύο βασικές αρχές:

Το πρώτο δόγμα είναι ότι οι γυναίκες είναι καθ’ έξιν ψεύτρες. Τα δικαιώματα των πατεράδων και άλλων ανδρικών μισογύναικων ομάδων, που γαυγίζουν εμμονικά ότι τα οικογενειακά δικαστήρια γέμισαν με “ψευδείς ισχυρισμούς”, ότι οι γυναίκες είναι συναισθηματικά ασταθείς και ότι κατασκευάζουν ιστορίες από ζήλια και κακία. Εμπειρικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι οι μητέρες (και τα παιδιά) είναι τα άτομα με λιγότερες πιθανότητες να κατασκευάσουν ιστορίες στα οικογενειακά δικαστήρια, αλλά δυστυχώς, αυτή η πανάρχαια αντίληψη για τις γυναίκες ως εγγενώς δόλιες τυγχάνει συμπάθειας από το νομικό σύστημα, καθώς και την παραδοσιακά καθιερωμένη κουλτούρα.

Το δεύτερο δόγμα έρχεται σε αντίθεση με το πρώτο, αλλά είναι αναμφισβήτητα η πιο συνεπής ιδέα, επειδή έχει καταφέρει να κερδίσει σημαντική απήχηση όχι μόνο στο πλαίσιο του οικογενειακού δικαστηρίου, αλλά και στις κοινωνικές υπηρεσίες που έχουν σχεδιαστεί για την προστασία της ευημερίας των παιδιών. Πρόκειται για την πεποίθηση ότι η έλλειψη κανονικής επαφής με τον πατέρα είναι πιο επιζήμια για την ανάπτυξη του παιδιού από οποιαδήποτε βία θα μπορούσε να διαπράξει αυτός ο πατέρας.

Πέρυσι, σε μια αίθουσα οικογενειακού δικαστηρίου στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια, έλαβε χώρα μια εξαιρετική ανταλλαγή απόψεων που ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η δεύτερη αρχή της “επαφής με κάθε κόστος” προωθείται εντός του συστήματος των οικογενειακών δικαστηρίων. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την κουλτούρα των οικογενειακών δικαστηρίων ο διάλογος θα φανεί τόσο παράξενος όσο και τρομακτικός. Ωστόσο, είναι τέτοια η κυριαρχία της έννοιας της γονικής αποξένωσης στα συστήματα οικογενειακών δικαστηρίων παγκοσμίως, που αποτελεί πλέον τον φακό με τον οποίο καθορίζονται οι ζωές των ευάλωτων παιδιών.

Ένας δικηγόρος (Richard Ducote) που εκπροσωπούσε τη μητέρα, υπέβαλε σε έναν τεχνικό σύμβουλο (Robert Evans) – που εκπροσωπούσε τον πατέρα – μια σειρά από ερωτήσεις σχετικά με τη δεοντολογική βάση της γονικής αποξένωσης. Οι ερωτήσεις ήταν ωμές και βάναυσες, αλλά οι απαντήσεις είναι αυτές που πραγματικά σοκάρουν:

Ducote: Μπορεί με τη γονική αποξένωση να προκληθεί μεγαλύτερη ζημιά σε ένα παιδί από ό,τι θα μπορούσε να προκαλέσει ο γονέας σπάζοντας, ας πούμε, τα κόκαλα του παιδιού;

Evans: Ενδεχομένως, ναι.

Ducote: Τι θα λέγατε να έχετε ένα τετράχρονο παιδί και ο γονέας να το έχει χτυπήσει στο πρόσωπο και να του έχει αφήσει δύο μαυρισμένα μάτια. Θα μπορούσε κατά τη γνώμη σας, η γονική αποξένωση να είναι χειρότερη για το παιδί από αυτό;

Evans: Ενδεχομένως, ναι.

Ducote: Εντάξει. Τι θα λέγατε αν έχετε ένα τετράχρονο παιδί και ο πατέρας αναγκάσει το παιδί να του κάνει πεολειχία. Θα μπορούσε αυτό να είναι λιγότερο επιβλαβές για το παιδί από τη γονική αποξένωση;

Evans: Πιθανώς, ναι.

Ducote: Τι θα λέγατε αν ο πατέρας διεισδύσει πραγματικά πλήρως στον κόλπο της τετράχρονης κόρης του με το πέος του. Θα μπορούσε αυτό να είναι λιγότερο επιβλαβές για το παιδί από τη γονική αποξένωση;

Evans: Ενδεχομένως.

Ο Ducote κατάλαβε ότι τεχνικοί σύμβουλοι όπως ο Evans έχουν παγιωθεί επικίνδυνα στο σύστημα των οικογενειακών δικαστηρίων, και καθώς συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται την ευαλωτότητα των παιδιών, αποτελεί πλέον ηθική επιταγή να καταδειχθεί η έλλειψη αξιοπιστίας τους και η αρρωστημένη κοσμοθεωρία τους. Ωστόσο, ο Έβανς, έχοντας ανάγκη να προστατεύσει την πηγή εισοδήματός του, εμμένει χωρίς ντροπή στην απάτη, διατηρώντας μια τρομακτική προσήλωση στην ιδέα ότι η έλλειψη κανονικής επαφής με τον πατέρα είναι αυτό που είναι πραγματικά επιζήμιο για τα παιδιά, ανεξάρτητα από το πόση βία και φρικτή κακοποίηση τους ασκείται.

Ωστόσο, φαιδροί τύποι όπως ο Έβανς δεν θα μπορούσαν να επωφεληθούν από το οικογενειακό δικαστήριο, αν το ίδιο το σύστημα δεν είχε ένα προκαθορισμένο κοινωνικοπολιτικό ιδεώδες που προσπαθούσε να προστατεύσει. Από τη στιγμή που τα δικαστήρια, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι κυβερνήσεις υποτάσσονται σε αυτή την ιδέα – ότι η βία είναι λιγότερο σημαντική από την έλλειψη επικοινωνίας – γίνεται εξαιρετικά δύσκολο για τις μητέρες να πείσουν το κράτος ότι τα παιδιά τους βρίσκονται σε κίνδυνο. Το ζητούμενο από μία μητέρα, σχετικά με τα καθήκοντα της, δεν είναι πια η εξασφάλιση της ευημερίας των παιδιών της, αλλά η διευκόλυνση της επικοινωνίας τους με τον πατέρα και αυτό ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του.

Η επιτυχία αυτής της ιδεολογικής μεταστροφής του οικογενειακού δικαστηρίου ποσοτικοποιήθηκε (quantified )το 2019 από την καθηγήτρια Joan Meier της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου George Washington. Διαπίστωσε ότι όταν οι πατεράδες κατηγορούνται για παιδική κακοποίηση, μια ανταγωγή για “γονική αποξένωση” διπλασιάζει την πιθανότητα οι μητέρες να χάσουν την επιμέλεια των παιδιών τους. Το φαινόμενο αυτό οδηγεί στην εκτίμηση ότι 58.000 παιδιά σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες τοποθετούνται σε επικίνδυνα οικογενειακά περιβάλλοντα ετησίως. Γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί σε φρικτά επακόλουθα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας παιδιών από τους πατέρες τους, αφού οι δικαστές των οικογενειακών δικαστηρίων δεν πίστεψαν ή αγνόησαν την απειλή που αποτελούσαν.

Επειδή, η επαφή και η εξομάλυνση έχει γίνει ο κυρίαρχος σκοπός του δικαστηρίου, συνήθως όχι μόνο γίνεται προσπάθεια να διαψευσθεί η βία, να δικαιολογηθεί ή να αγνοηθεί, αλλά καθίσταται απαραίτητο να απαξιωθεί ο χαρακτήρας της κάθε μητέρας που επιμένει ότι τα παιδιά της βρίσκονται σε κίνδυνο. Εάν μια μητέρα επιχειρήσει να θέσει ως προτεραιότητα την ασφάλεια των παιδιών της αρνούμενη την επαφή, θα χαρακτηριστεί “εχθρικός γονέας”, που μπαίνει εμπόδιο στη διαδικασία ομαλοποίησης, και θα τιμωρηθεί από το σύστημα. Η ιδέα της “επικοινωνίας με κάθε κόστος” θέτει την ευημερία των ενήλικων ανδρών και των εγωισμών τους, πάνω από την ευημερία των παιδιών.

Την περασμένη εβδομάδα, σε μια υπόθεση-ορόσημο που ελπίζουμε ότι θα οδηγήσει στο να αρχίσει να ξετυλίγεται αυτή η ιδέα, στην Ευρώπη τουλάχιστον, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέδωσε απόφαση υπέρ μιας μητέρας και των παιδιών της, σύμφωνα με την οποία τα ιταλικά δικαστήρια παραβίαζαν το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ατόμου – αναγκάζοντας συνεχώς τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με έναν βίαιο και κακοποιητικό βιολογικό πατέρα και αφαιρώντας τη γονική μέριμνα από τη μητέρα, λόγω της επιμονής της ότι ο άνδρας ήταν επικίνδυνος. Η δικαστική απόφαση, ότι η οικογενειακή ζωή ενός παιδιού βασίζεται σε περιβαλλοντικά στοιχεία και όχι σε βιολογικά, είναι εξαιρετικά θετική.

Όταν συζητάμε για βίαιους και κακοποιητικούς άνδρες, προτιμώ να κάνω διάκριση μεταξύ “βιολογικού πατέρα” και “πατέρα”, επειδή θεωρώ ότι είναι σημαντικό να αναλογιστούμε τι είναι στην πραγματικότητα η πατρότητα. Η πατρότητα είναι απλά θέμα ενός σπερματοζωαρίου που διεισδύει σ’ ένα ωάριο; Ή μήπως είναι τα θετικά, αισθήματα αγάπης και φροντίδας, όπως και τα χαρακτηριστικά της υπεύθυνης γονεϊκότητας; Πρέπει να αναρωτηθούμε, γιατί δίνεται με τόση επιμονή μεγαλύτερη βαρύτητα στο πρώτο από το δεύτερο; Δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να εκσπερματώσει ένας άνδρας, οπότε φαντάζει περίεργο το γεγονός ότι αποδίδουμε εκεί την κοινωνική -και δικαιική- αξία μας. Επίσης, μπορούμε να δούμε ότι αυτή η ιδέα του “υπέρτατου σπέρματος” είναι επίσης μέρος αυτού που κινητοποιεί τους υπέρμαχους στον αγώνα κατά της άμβλωσης.

Παρακολουθώ και γράφω για το πρόβλημα αυτό τα τελευταία δύο χρόνια, και έτσι ήρθα σε επαφή με ένα εξαιρετικό κίνημα γυναικών (movement of women)– και περιστασιακά ανδρών – σε όλο τον κόσμο που έχουν δεσμευτεί να αλλάξουν τη στάση των οικογενειακών δικαστηρίων. Ωστόσο, οι εν λόγω υποστηρικτές δίνουν συχνά μια δύσκολη μάχη προκειμένου τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να λάβουν σοβαρά υπόψη τους αυτές τις βαθιές θεσμικές αποτυχίες και τα οποία προφανώς διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη δημιουργία ευρείας ευαισθητοποίησης του κοινού, καθώς και στην άσκηση πίεσης στα συστήματα δικαιοσύνης για να αλλάξουν τη στάση τους.

Μόλις πριν από μία εβδομάδα ένας πρώην αστυνομικός της Νέας Υόρκης, ο Michael Valva, καταδικάστηκε για φόνο επειδή άφησε το γιό του να παγώσει μέχρι θανάτου. Ωστόσο, το άρθρο των New York Times σχετικά με την καταδίκη παρέλειψε να αναφέρει ότι το οικογενειακό δικαστήριο είχε αναθέσει στον Βάλβα την πλήρη επιμέλεια του παιδιού, ενώ είχε ενημερωθεί κατ’ επανάληψη από τη μητέρα του ότι ήταν επικίνδυνος άνθρωπος. Αντ’ αυτού, η αντεπίθεση του Valva για “αποξένωση” θεωρήθηκε έγκυρη από το δικαστήριο – οδηγώντας σε αυτή τη φρικτή κατάληξη. Αυτό θα έπρεπε να είναι ένα κρίσιμο στοιχείο σε αυτό το δράμα, αλλά κατά κάποιο τρόπο δεν θεωρήθηκε αρκετά ενδιαφέρον από τον δημοσιογράφο.

Παρά την έλλειψη συνεχούς ενδιαφέροντος από τα μέσα ενημέρωσης, η μαζική υποστήριξη από γυναίκες που έχουν αφιερωθεί στον τερματισμό αυτής της παραφροσύνης είχε κάποια πρόσφατη επιτυχία. Τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, ο νόμος για την επανέγκριση του νόμου για τη βία κατά των γυναικών υπεγράφη από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν. Στο πλαίσιο της επικαιροποιημένης νομοθεσίας υπήρχε μια διάταξη γνωστή ως “Νόμος της Kayden” – που πήρε το όνομά της από την Kayden Mancuso, ένα επτάχρονο κορίτσι που δολοφονήθηκε από τον βιολογικό της πατέρα, αφού ένα οικογενειακό δικαστήριο στην Πενσυλβάνια αγνόησε στοιχεία για το βίαιο και κακοποιητικό παρελθόν του – συμπεριλαμβανομένων ποινικών καταδικών. Ο νόμος της Kayden παρέχει ομοσπονδιακή χρηματοδότηση στις πολιτείες για την βελτίωση των νόμων και των διαδικασιών για την επιμέλεια των παιδιών .

Η νομοθεσία έχει τέσσερις κύριους στόχους – Πρώτον να περιορίσει τη μαρτυρία εμπειρογνωμόνων μόνο σε εκείνους που έχουν τα κατάλληλα προσόντα. Δεύτερον να προσπαθήσει να περιορίσει τη χρήση των βάναυσων “στρατοπέδων επανένωσης”(2) που προσπαθούν να εκφοβίσουν και να κάνουν πλύση εγκεφάλου στα παιδιά για να συνάψουν σχέσεις με πατέρες που φοβούνται. Τρίτον να παρέχει εκπαίδευση στους δικαστές σε ένα ευρύ φάσμα της οικογενειακής βίας, τόσο της σωματικής όσο και της ψυχολογικής. Και τέταρτον να απαιτηθεί από τα οικογενειακά δικαστήρια να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την παρελθούσα συμπεριφορά κακοποίησης.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η επιρροή των ανεξέλεγκτων “εμπειρογνωμόνων” – οι οποίοι προωθούν την ιδέα της “γονικής αποξένωσης” – επανεξετάζεται επί του παρόντος από τον πρόεδρο του Οικογενειακού Τμήματος του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό συνέβη αφότου αρκετοί βουλευτές, δικηγόροι και φιλανθρωπικές οργανώσεις (MPs, lawyers and charities), καθώς και η Ένωση Κλινικών Ψυχολόγων (Association of Clinical Psychologists ) τόνισαν ότι αυτοί οι απατεώνες έχουν καταστεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια και την ευημερία ορισμένων από τα πιο ευάλωτα παιδιά του Ηνωμένου Βασιλείου.

Οι νόμοι στις περισσότερες χώρες τονίζουν ότι η ασφάλεια των παιδιών πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό γνώμονα για κάθε απόφαση επιμέλειας. Η συγκεκριμένη διατύπωση της νομοθεσίας είναι μόνο ένα στοιχείο του τρόπου λήψης των αποφάσεων, ωστόσο υπάρχει και η κουλτούρα του νομικού συστήματος, των κοινωνικών υπηρεσιών που το τροφοδοτούν και οι προσωπικές αντιλήψεις των ίδιων των δικαστών. Αυτές οι άλλες συνιστώσες δυστυχώς καθιστούν τις διαδικασίες επιμέλειας ιδιαίτερα επιρρεπείς στη χειραγώγηση.

Οι ομάδες για τα δικαιώματα των πατεράδων έχουν να επιδείξουν εξαιρετικές επιτυχίες στην κατασκευή του επίπλαστου αφηγήματος (narrative), ότι τα οικογενειακά δικαστήρια εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των ανδρών. Ωστόσο, αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό ως επιτελεστική θυματοποίηση- ένα ουσιαστικό τμήμα του τεχνάσματός τους. Για να λειτουργήσει η νομική τακτική της γονικής αποξένωσης, οι κακοποιητικοί άνδρες δεν αναγνωρίζουν τη δική τους ιδεολογική νίκη επί του οικογενειακού δικαστηρίου, βασίζεται δε στο ότι ισχυρίζονται με επιμονή, ότι είναι τα πραγματικά θύματα του συστήματος. Οι άνδρες που πραγματικά πιστεύουν ότι είναι θύματα, συχνά είναι βυθισμένοι στην αίσθηση ότι η εξουσία τους εντός της οικογένειας είναι φυσικό δικαίωμα τους και ότι η βία είναι βασικό συστατικό του ανδρισμού. Γυναίκες και παιδιά, όταν αντιστέκονται σε αυτό, εκλαμβάνεται ως μια μορφή δίωξης.

Κι εδώ είναι που η γονική αποξένωση αποδείχθηκε η αντίρροπη δύναμη στο διαζύγιο χωρίς υπαιτιότητα και στην αμφισβήτηση της εξουσίας εντός της οικογένειας. Η έννοια αυτή κατάφερε να κατεβάσει με επιτυχία τον πήχη της πατρότητας σε ένα απλό θέμα DNA, αφαιρώντας της κάθε θετικό, φροντιστικό και υπεύθυνο ιδεώδες προς το οποίο πρέπει να προσπαθεί κανείς, και καθιστώντας τις πράξεις οικογενειακής βίας ασήμαντες – ή ακόμη και επιβραβεύοντάς τις. Αυτό επιτεύχθηκε με στόχο την επαναβεβαίωση της οικογένειας ως τομέα απόλυτης ανδρικής εξουσίας, για να διασφαλιστεί ότι οι βίαιοι και κακοποιητικοί άνδρες διατηρούν τη νομική νομιμότητα, ακόμη και όταν έχουν χάσει την ηθική νομιμότητα.

(1) Το Σύνδρομο Γονεϊκής Αποξένωσης δεν περιλαμβάνεται στα ισχύοντα διαγνωστικά ταξινομητικά συστήματα της ψυχιατρικής, όπως το (DSM-5) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και τη (ICD)  κωδικοποίηση νοσημάτων του Π.Ο.Υ., παρά τις συνεχείς προσπάθειες ένταξης του εκ μέρους των υποστηρικτών της.

(2) ΣτΜ : Ο Gandner υποστήριζε ότι τα παιδιά πρέπει να απομακρύνονται από τον προτιμώμενο γονέα και να μην έχουν επαφή καμία μαζί του, να κλείνονται σε ιδρύματα όπου υποβάλλονται σε ‘θεραπεία επανένωσης’ για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η σχέση με τον γονέα που το παιδί είχε απορρίψει. Πολλοί είναι οι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι οι θεραπείες αυτές είναι βλαπτικές για το παιδί, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κακοποίησης ή ενδοοικογενειακής βίας. Στην Ελλάδα αυτά τα παιδιά δεν στέλνονται σε ιδρύματα αλλά σε ιδιώτες ειδικούς.

Ο Grant Wyeth είναι ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και αρθρογράφος στο The Diplomat, έκδοση για τις διπλωματικές σχέσεις Ασίας-Ειρηνικού. Ασχολείται ερευνητικά με το πρόβλημα της ανδρικής βίας κατά των γυναικών με ιδιαίτερη έμφαση σε θέματα οικογενειακού δικαίου. Μελετά πώς οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των ανδρών εργαλειοποιούν την δήθεν θυματοποίηση τους στα πλαίσια του οικογενειακού δικαίου για να πετύχουν σημαντική υποχώρηση στα δικαιώματα γυναικών και παιδιών.

Πρωτότυπος τίτλος: The Best Interests Of The Abuser
Έρευνα & συγγραφή: Grant Wyeth
Ημερομηνία: 14/11/2022
Πηγή: International Blue
Σύνδεσμος: https://internationalblue.substack.com/p/the-best-interests-of-the-abuser

Πηγή : https://stopchildabuse.gr/to-veltisto-symferon-tou-kakopoiiti/

Πηγή: https://tomov.gr/2025/04/24/to-veltisto-symferon-tou-kakopoiiti/